Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ούτε ΑΟΖ, ούτε εξορύξεις - Ευημερία και ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο.

 




Ένα από τα κυριότερα θέματα των ΜΜΕ τον τελευταίο χρόνο – πέραν της προπαγάνδας υπέρ της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας – είναι ο διαρκώς εντεινόμενος ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός στην Αν. Μεσόγειο με επίκεντρο τις εξορύξεις υδρογονανθράκων. Κι ενώ η «τουρκική προκλητικότητα» και η ορολογία των περί αυτής αφηγήσεων (NAVTEX, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα) έχουν γίνει καθημερινότητα στο δημόσιο λόγο που παράγεται στα ΜΜΕ, ο πραγματικός δημόσιος διάλογος γύρω από αυτά τα ζητήματα ολοένα και μειώνεται. Η κοινή γνώμη βομβαρδίζεται καθημερινά για τα «κυριαρχικά δικαιώματα» που βάλλονται, με σκοπό τη δημιουργία κλίματος εθνικής ενότητας απέναντι στον «κοινό εχθρό» και ιδεολογικής νομιμοποίησης των αντίστοιχων πολιτικών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα «κυριαρχικά δικαιώματα» απαιτούν και νομιμοποιούν τη διαρκή αύξηση των δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, την ίδια στιγμή που η δημόσια υγεία καταρρέει εντός και εκτός πανδημίας.


Ο παρών ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός για τον ορισμό των θαλασσίων ζωνών στην Ν.Α. τα τελευταία χρόνια έχει ως κομβικό του σημείο την έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση πιθανολογούμενων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Η αφετηρία του βρίσκεται στην πετρελαϊκή κρίση του 1973 και στις πρώτες προσπάθειες να οριοθετηθούν θαλάσσιες ζώνες με στόχο μια μελλοντική οικοπεδοποίηση του θαλάσσιου χώρου. Το μοναδικό υπό εκμετάλλευση κοίτασμα στον ελλαδικό χώρο, στον Πρίνο είναι προϊόν των ερευνών εκείνης της περιόδου. Η αναθέρμανση και παρούσα φάση του ανταγωνισμού σχετίζεται άμεσα με τις διεθνείς εξελίξεις στην παραγωγή-διαχείριση ενέργειας και τον κομβικό ρόλο που αυτή κατέχει στην παγκόσμια λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

 

Αυτός ο κομβικός ρόλος σημαίνει πως τα κεφάλαια και κράτη τα οποία ελέγχουν τις πηγές ενέργειας και τις ενεργειακές διόδους, αποκτούν αυξημένο γεωπολιτικό ρόλο στο διεθνή ανταγωνισμό. Γι’ αυτό και ο ανταγωνισμός στη ΝΑ Μεσόγειο εμπλέκει περιφερειακές δυνάμεις και μεγάλες δυνάμεις, πολυεθνικούς κολοσσούς και εγχώριες εταιρείες στη βάση των δικών τους συμφερόντων. Η σημασία της άσκησης ελέγχου πάνω στην ενέργεια θα αυξάνεται κατ’ αναλογία με τη διαρκή αύξηση της ζήτησης ενέργειας παγκοσμίως από τη διεθνοποιημένη αλυσίδα παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Από το 1990 ως 2017 η ζήτηση ενέργειας αυξήθηκε κατά 40% με αντίστοιχη πορεία να αναμένεται τις επόμενες δεκαετίες όπου η παραγωγή υ/α κατέχει πάνω από 50% της παγκόσμιας ζήτησης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπεράκτιες εγκαταστάσεις άντλησης υ/α από 389 το 2010, σήμερα ξεπερνούν τις 500. Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι το σύνολο των περιοχών παραχώρησης και διεκδίκησης θαλασσίων ζωνών στις οποίες αναφερόμαστε, μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, αφορούν σε υποθετικά αποθέματα των οποίων η έρευνα και μόνο απαιτεί κατ’ ελάχιστο 10 έτη. Επομένως κρυμμένοι θησαυροί, αμύθητα έσοδα κ.α. αποτελούν ευσεβείς πόθους απροκάλυπτης προπαγάνδας. Τα συνολικά εικαζόμενα αποθέματα στη ΝΑ Μεσόγειο αποτελούν ~5% των συνολικών παγκόσμιων αποθεμάτων σήμερα. Το 2011, το κοίτασμα Leviathan βρέθηκε σε θαλάσσιες ζώνες του Ισραήλ. Τότε, ήταν το μεγαλύτερο κοίτασμα στη ΝΑ Μεσόγειο και ξεκίνησε παραγωγή το 2019. Το Leviathan αποτέλεσε την αρχή της ερευνητικής φρενίτιδας στην περιοχή με συνέχεια το κοίτασμα Αφροδίτη (Κύπρος) και το Zohr (Αίγυπτος) το 2015, το οποίο έχει τα διπλάσια αποθέματα από το Leviathan. Η θέση και οι ποσότητες των κοιτασμάτων και ο έλεγχος τους υποδεικνύει και τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις αγωγών. Ο σχεδιαζόμενος EastMed απαιτεί και τα αντίστοιχα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εκμετάλλευση υ/α στη ΝΑ Μεσόγειο πήρε διαστάσεις νέου «ελντοράντο» με συχνά υπερφίαλες δηλώσεις από όλα τα κράτη και εταιρείες και φυσικά ολοένα και πιο επικίνδυνες διαμάχες. Χωρίς να γνωστοποιείται στην κοινή γνώμη, αυτό που ομολογείται ανοιχτά σε όλες τις μελέτες και τους σχεδιασμούς, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν ώριμες τεχνολογίες για άντληση και αγωγούς μεταφοράς σε τόσο μεγάλα βάθη. Εντός του υπάρχοντος συστήματος, ο έλεγχος αυτών των αποθεμάτων θα αποτελέσει κύριο ζήτημα των κυβερνητικών πολιτικών των κρατών της περιοχής και πηγή διαρκούς ανταγωνισμού.


Έλεγχος αποθεμάτων σημαίνει έλεγχος-ανακήρυξη θαλάσσιων ζωνών (υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ) στις οποίες βρίσκονται αυτά τα αποθέματα. Χωρίς την κατοχύρωση αυτή κανένα κράτος δεν μπορεί να διαπραγματευτεί με καμία εγχώρια ή πολυεθνική εταιρεία και αντίστροφα καμία εταιρεία δεν μπορεί να διεκδικήσει τις αντίστοιχες παραχωρήσεις αν οι θαλάσσιες περιοχές δεν έχουν κατοχυρωθεί από φιλικό ή τουλάχιστον ουδέτερο κράτος. Στη γειτονιά μας, η εισχώρηση του τουρκικού κεφαλαίου στα θαλάσσια αποθέματα της Λιβύης ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής εμπλοκής του τουρκικού κράτους στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς, ενώ η αμερικάνικη Chevron δεν θα βρισκόταν στη θέση να κατέχει σχεδόν το 40% της κοινοπραξίας του κοιτάσματος Leviathan εάν δεν είχαν οι ΗΠΑ αντίστοιχη επιρροή στο Ισραήλ. Μικροί και μεγάλοι ανταγωνισμοί είναι φυσικό να ανακύπτουν και να μην μπορούν να επιλυθούν πραγματικά καθώς ο «χαμένος» κάθε παρτίδας προσπαθεί να ανακτήσει τη θέση του στον «επόμενο γύρο» μέσω καλύτερων συμμαχιών και αυξημένους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και οι κινήσεις του ελληνικού και τουρκικού κράτους στη ΝΑ Μεσόγειο. Πρόσφατα, μεγάλη αναστάτωση προκάλεσε στα εγχώρια ΜΜΕ το γεγονός ότι στις 29 Νοεμβρίου ολοκληρώνονται οι έρευνες του Ορούτς Ρέις (Oruc Reis) σε περιοχή νότια και νοτιοανατολικά από το Καστελόριζο. Για άλλη μια φορά τα ΜΜΕ ξεκίνησαν τη ρητορική για τα κυριαρχικά δικαιώματα προκαλώντας σκόπιμα σύγχυση για τα κρατικά δικαιώματα που απορρέουν από τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και της ΑΟΖ με στόχο την δημιουργία της εντύπωσης πως «βρισκόμαστε σε θέση άμυνας» απέναντι σε μια «άδικη επίθεση». Μάλιστα, οι αρχικές ανακοινώσεις του ΥΠΕΞ αναφέρθηκαν σε παραβίαση της «ελληνικής ΑΟΖ» παρά το ότι δεν έχει κηρυχτεί ΑΟΖ από το ελληνικό κράτος. Οπότε ας σταθούμε στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ – συγγενικές αλλά και διαφορετικές έννοιες. Το ελληνικό κράτος έχει υπογράψει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (United Nations Convention on the Law of the Sea – UNCLOS) του 1982 – σύμβαση την οποία δεν έχει υπογράψει η Τουρκία, η Συρία και το Ισραήλ στην περιοχή μας ενώ οι ΗΠΑ δεν την έχουν επικυρώσει παρά την αρχική υπογραφή τους το 1994. Το ελληνικό κράτος όταν επικαλείται το «διεθνές δίκαιο» αναφέρεται στην UNCLOS και σε άλλες διμερείς συμβάσεις, όπως άλλωστε και η Τουρκία. Να σημειώσουμε ότι η UNCLOS αποτελεί και εθιμικό δίκαιο στο οποίο σε κάθε περίπτωση στηρίζονται τα Διεθνή Δικαστήρια όπως η Χάγη, ανεξαρτήτως αν τα κράτη που προσφεύγουν την έχουν επικυρώσει ή όχι. Η συμμετοχή στην UNCLOS, δεν δεσμεύει τα εμπλεκόμενα κράτη να διαπραγματευτούν με βάση τη σύμβαση, αλλά μπορούν να διαπραγματευτούν διμερώς και να συνάψουν διμερή συμφωνία. Έτσι, το Ισραήλ (εκτός UNCLOS) κατάφερε να πειθαναγκάσει τον Λίβανο (εντός UNCLOS) να παραιτηθεί το 2011 από τις διεκδικήσεις του σε θαλάσσια κοιτάσματα. Συνεπώς, το διεθνές δίκαιο στο βαθμό που τα κράτη δεν επιλέγουν να δεσμευτούν από αυτό είναι ελαστικό και εκφράζει την κατανομή ισχύος  μεταξύ τους σε κάθε διαμάχη.

Κατά UNCLOS, η υφαλοκρηπίδα, η οποία αφορά τον πυθμένα μιας θαλάσσιας ζώνης, αποτελεί αυτόματο δικαίωμα (ab initio & ipso facto) ενός κράτους, χρειάζεται ωστόσο η οριοθέτηση της μέσω συντεταγμένων και η ανακήρυξή της– γεγονός το οποίο το ελληνικό κράτος δεν έχει πράξει. Η ΑΟΖ, η οποία περιλαμβάνει την έκταση μεταξύ πυθμένα και επιφάνειας, χρειάζεται να οριοθετηθεί μέσω διακρατικών συμφωνιών όπου υπάρχουν επικαλυπτόμενες ΑΟΖ, με όλα τα συνορεύονται κράτη, όπως στη ΝΑ Μεσόγειο. Το ελληνικό κράτος δεν έχει ανακηρύξει ΑΟΖ, πλην της πρόσφατης διμερούς συμφωνίας με την Αίγυπτο (όπως αντίστοιχα η Τουρκία με τη Λιβύη) . Στην πράξη, η οικοπεδοποίηση της θάλασσας για εξορύξεις υδρογονανθράκων απαιτεί την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και την ανακήρυξη ΑΟΖ. Συνεπώς, πολύ συχνά όταν το ελληνικό κράτος κατηγορεί το τουρκικό κράτος για παραβιάσεις αναφέρεται απλώς και μόνο στις δικές του διεκδικήσεις σαν να επρόκειτο για το ισχύον status. Οι διεκδικήσεις αυτές ακόμη κι αν επικυρώνονταν κατά 100% δεν θα μπορούσε να απαγορεύσουν τη διέλευση των τουρκικών πλοίων χωρίς «ελληνική άδεια» στο Αιγαίο καθώς σε σημαντικό βαθμό θα συνέχιζε να αποτελείται από διεθνή ύδατα. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος λέει ωμά ψέματα με αποδέκτη την ελληνική κοινωνία για να παρουσιάσει τις επιθετικές διεκδικήσεις του ως αμυντικές, να νομιμοποιήσει την πολιτική του και να αποσπάσει εθνικιστική στήριξη σε μια ενδεχόμενη σύρραξη. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως παρόμοια είναι η χρήση των ΜΜΕ και στην αντίπερα όχθη της κοινής μας θάλασσας.

Στην ουσία, παρά την προπαγάνδα, το ελληνικό και τουρκικό κράτος γνωρίζουν πως αν προχωρούσαν σε ανακήρυξη επικαλυπτόμενων ΑΟΖ και στη συνέχεια κατέφευγαν στο διεθνές δίκαιο κανένα από τα δυο κράτη δεν θα κέρδιζε αυτά που διεκδικεί. Γι’ αυτό και το ελληνικό κράτος κατέφυγε ήδη από το 2010 στην προσπάθεια γεωπολιτικής περικύκλωσης της Τουρκίας με τη συμφωνία Ελλάδα-Ισραήλ-Κύπρος αρχικά και τη διεύρυνσή της αργότερα με όχημα τον σχεδιασμό για τον αγωγό EastMed και την πρόσδεση του ελληνικού εξορυκτικού προγράμματος στους στόχους απεξάρτησης της ΕΕ από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Έτσι, εν έτει 2020 το East Mediterranean Gas Forum (EMGF) περιλαμβάνει τα κράτη Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρος, Αίγυπτος, Ιορδανία με τη Γαλλία να ζητά επίσημα να συμμετέχει. Η ουσία της σύμπραξης αυτής βρίσκεται στην προσπάθεια να γίνει μια μοιρασιά της ΝΑ Μεσογείου η οποία δεν θα περιλαμβάνει την Τουρκία. Το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο και η αυξανόμενη στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στην περιοχή αποτελούν εν μέρει την απάντηση σε αυτό το οποίο το τουρκικό κεφάλαιο βλέπει ως περικύκλωση. Οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί παίρνουν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω της εμπλοκής των διεθνών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, ΕΕ, Γαλλία) που επιχειρούν να ελέγξουν τις διαδρομές της ενέργειας και της ναυσιπλοΐας, να κατοχυρώσουν τη θέση τους στο συσχετισμό δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική και να διεκδικήσουν για τις εταιρείες τους συμβόλαια που αφορούν είτε την εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων, είτε την κατασκευή υποδομών και αγωγών μεταφοράς, είτε την πώληση όπλων στα αντίπαλα μέρη.  Ως αποτέλεσμα η περιοχή γίνεται μια διαρκής σκακιέρα με δυσδιάκριτα όρια μεταξύ ειρήνης και πολέμου όσο οι εντάσεις θα συνεχίσουν να οξύνονται. Οι εντάσεις αυτές εκφράζονται και στο εσωτερικό των κρατών, καθώς η αποτελεσματικότητα στους διεθνείς ανταγωνισμούς απαιτεί κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό των κρατών, δηλαδή καθυπόταξη των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στους σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν όλες οι στρατιωτικές ασκήσεις υπεράσπισης θαλάσσιας πλατφόρμας άντλησης υ/α περιλαμβάνουν ως σενάριο την υπεράσπιση της όχι μόνο από εξωτερικούς, αλλά και από εσωτερικούς εχθρούς.

Σε αυτό το τεράστιο πλέγμα ανταγωνισμών, το μόνο βέβαιο είναι πως κανένα όφελος δε θα έχουν ο ελληνικός και τουρκικός λαός, η εργατική τάξη και των δύο χωρών που θα πληρώσει το τίμημα ενός δυνητικού πολέμου και τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής λεηλασίας. Μια «μετριοπαθής» προτεινόμενη λύση απέναντι στους πολεμικούς ανταγωνισμούς και την περιβαλλοντική καταστροφή είναι αυτή της «συν-εκμετάλλευσης» των κοιτασμάτων. Συνεκμετάλλευση σημαίνει συνεργασία κεφαλαίων, περιφερειακών κρατών και υπερδυνάμεων που επωφελούνται από τη συνεργασία αυτή για την καλύτερη και πιο επωφελή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων συνολικά για το σύστημα. Συνεκμετάλλευση, δηλαδή, σημαίνει αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση όλων εμάς και του περιβάλλοντος. Στεκόμαστε ενάντια σε κάθε «λύση», η οποία μας προτείνει να γίνουμε συνένοχοι στην ίδια μας την υποδούλωση.

 Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός λοιπόν πρέπει να ιδωθεί ως γεωπολιτικό παιχνίδι εξ απόψεως πολιτικής σκοπιμότητας για να χωριστεί το Αιγαίο σε θαλάσσια οικόπεδα, έτοιμα προς εξόρυξη, πράγμα που θα κατοχυρώνει τα διεκδικηθέντα κυριαρχικά δικαιώματα και από τις δύο πλευρές. Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων παρουσιάζονται ως «ανάπτυξη» και επιχειρούν να αποσπάσουν εκβιαστικά την κοινωνική συναίνεση. Οι κοινωνίες είναι αυτές που πλήττονται άμεσα από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των εξορύξεων με υποβάθμιση της δημόσιας υγείας, των τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και περαιτέρω φτωχοποίηση της κοινωνίας, καθώς οι δημόσιες δαπάνες θα διοχετεύονται στις υποδομές για τις εξορύξεις και σε εξοπλιστικά προγράμματα για την άμυνά τους – από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς – και όχι για τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες υπό την σκιά ενός πιθανού επικείμενου πολέμου. Παρόλο που η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εξόρυξη υδρογονανθράκων συνοδεύεται αναπότρεπτα με δραματική υποβάθμιση του χερσαίου και θαλάσσιου περιβάλλοντος και κατακόρυφη μείωση της βιοποικιλότητας, ακόμη και στις συνθήκες «ομαλής» λειτουργίας. Σε συνθήκες ατυχήματος, οι συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες, όπως διαπιστώσαμε όταν μια ελάχιστη ποσότητα πετρελαίου διέρρευσε από δεξαμενόπλοιο το 2017 στην Ελευσίνα. Ατυχήματος του οποίου οι πιθανότητες πολλαπλασιάζονται από τα πολύ μεγάλα βάθη των εξορύξεων, την υψηλή σεισμικότητα της περιοχής, την μεγάλη κυκλοφορία και τις προκλήσεις καθημερινών «επεισοδίων» με την Τουρκία. Κανένας από τους δύο λαούς δεν έχει να κερδίσει τίποτε από τέτοιες εξελίξεις και τέτοιες απειλές.

Στις συνθήκες που ανοίγονται μπροστά μας, χρειάζεται οι οικολογικοί και οι αντιπολεμικοί αγώνες να συναντηθούν. Κανένα πεδίο αγώνων δεν αποτελεί συμπλήρωμα του άλλου. Αντίθετα, και οι δυο έχουν κεντρική θέση στις πολύπλευρες αντιστάσεις που γεννιούνται κάθε μέρα και η σύγκλιση τους είναι αναγκαία για να ανατραπούν οι πολεμοκάπηλοι σχεδιασμοί ενός συστήματος σε παρακμή. Ως Πρωτοβουλία Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις Υ/Α τοποθετούμαστε ενάντια σε κάθε σχεδιασμό έρευνας-εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και σε κάθε πόλεμο στη ΝΑ Μεσόγειο οποιοδήποτε κεφάλαιο και κράτος και αν εμφανίζεται ως «αμυνόμενο» ή «επιτιθέμενο». Ως εκ τούτου, είμαστε ενάντια σε κάθε οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, ο μόνος σκοπός των οποίων είναι στην πραγματικότητα οι εξορύξεις.  Αγωνιζόμαστε υπέρ μιας Μεσογείου των λαών της και καθαρής από πλατφόρμες εξόρυξης, πολυεθνικές, πολεμοκάπηλες κυβερνήσεις και κράτη.