Η περίοδος μεταξύ της 1ης (Γενάρης 2020) και της 2ης συνάντησης (Οκτώβρης 2020) για την ενέργεια ήταν περίοδος ανακατατάξεων σε οικονομικό-πολιτικό επίπεδο, η οποία εκφράστηκε έντονα στο πεδίο της ενεργειακής πολιτικής. Η πανδημία όξυνε και λειτούργησε καταλυτικά για την έκφραση δυναμικών οι οποίες ήδη υπήρχαν στο «ενεργειακό» - ενίσχυση μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, επιτάχυνση κατάρρευσης νομοθεσίας, όξυνση ενδοκρατικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η οικονομική κρίση επιτάχυνε την «δημιουργική καταστροφή» των μικρότερων εταιρειών σε όλους τους κλάδους και τη συσσώρευση παραχωρήσεων σε μεγάλους ομίλους. Αυτή η συσσώρευση επιταχύνει και την κατάρρευση της εναπομείνουσας νομοθεσίας η οποία περιορίζει τις πιο ακραίες αντιπεριβαλλοντικές εκφάνσεις της «ενεργειακής ανάπτυξης». Σε τομείς όπως η ανάπτυξη ΒΑΠΕ η τάση αυτή εκφράστηκε άμεσα καθ'όλη τη διάρκεια του 2020. Στην έρευνα-εκμετάλλευση υδρογονανθράκων παρά την αναστολή ερευνών σε σχεδόν όλες τις παραχωρήσεις στην Ελλάδα εντός του 2020, σηματοδοτείται εντός 2021 μια συσσώρευση ανταγωνιστικών πολυεθνικών κοινοπραξιών η οποία θα εισέλθει με μεγαλύτερη δυναμική συγκριτικά με την περίοδο πριν την πανδημία με έντονη την παρουσία της στα θαλάσσια οικόπεδα πέριξ της Κρήτης καθώς και αυτά του Ιονίου.
1. Σε αυτό το οικονομικό πλαίσιο, τους τελευταίους μήνες πρώτο θέμα στην εγχώρια ατζέντα αποτελεί η εκρηκτική όξυνση των ανταγωνισμών στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα του ανταγωνισμού των κρατών Ελλάδας - Τουρκίας. Καθημερινά η κοινωνία βομβαρδίζεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ με την καλλιέργεια πολεμικού κλίματος και την άμεση απειλή θερμών επεισοδίων. Αυτό που διακυβεύεται είναι ο ορισμός και η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο προκειμένου να επιμεριστούν τα δικαιώματα για την εξόρυξη και μεταφορά υδρογονανθράκων μεταξύ των δύο κρατών και των εγχώριων κεφαλαίων που εκπροσωπούν, καθώς επίσης και των διεθνών συμμάχων τους. Με άλλα λόγια, αυτό για το οποίο ερίζουν τα δύο κράτη είναι η κατανομή των δικαιωμάτων και των deals από τις δυνητικές εξορύξεις οι οποίες, ταυτόχρονα, αποτελούν καταστροφή για την κοινωνική πλειοψηφία, για το φυσικό περιβάλλον της Αν. Μεσογείου και βεβαίως για την ειρήνη στην περιοχή, όπως συχνά έχουμε αναδείξει, πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν είναι σίγουρο ότι από τις πιθανές εξορύξεις οι περισσότερο ωφελημένες θα είναι οι πετρελαϊκές πολυεθνικές . Το ελληνικό κράτος έχει ήδη προχωρήσει σε τεράστιας κλίμακας mega-projects συμβάσεων παραχώρησης (χερσαία και υπεράκτια) για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων με πολυεθνικούς κολοσσούς, όπως η Αμερικανική Exxon-Mobil, η Γαλλική Total, η Ισπανική Repsol κ.α., αλλά φυσικά και με τις εγχώριες ΕΛΠΕ και Energean εξασφαλίζοντας και τη συμμετοχή πλήθους υπεργολαβικών εταιρειών που θα δραστηριοποιηθούν. Ταυτόχρονα, έχει συγκροτηθεί η συμμαχία 3+1 (Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και ΗΠΑ) για τον αγωγό East-Med, ενώ στην πρόσφατη κοινή ανακοίνωση Ελλάδας - ΗΠΑ τονίζεται η συνεργασία για τον αγωγό ΤΑΡ, αλλά και για την από κοινού στήριξή τους για τον αγωγό IGB, την πλωτή μονάδα LNG στην Αλεξανδρούπολη κ.λ.π.
2. Δεδομένης λοιπόν της επιθετικής εξορυκτικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους και του εγχώριου κεφαλαίου, στρατηγικής που ενθαρρύνεται από τα μεγάλα κράτη για την πώληση όπλων τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία, σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια φρενήρη εθνικιστική προπαγάνδα, με ενίσχυση του μιλιταρισμού με ανακοινώσεις τεραστίων εξοπλιστικών προγραμμάτων, εν μέσω μάλιστα μιας ιστορικά πρωτοφανούς πολλαπλής κρίσης (δημόσιας υγείας, οικονομικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής). Ως εκ τούτου, η θέση μας: «Όχι στις εξορύξεις υδρογονανθράκων» και ο αγώνας μας για την κατάργησή τους δεν μπορούν παρά να έχουν ως φυσική συνέχειά τους τη μαχητικά αντίθετη στάση και θέση μας σε κάθε εγχώριο σχεδιασμό για διεκδικήσεις ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, για όξυνση των ανταγωνισμών, για εξοπλισμούς και φυσικά στο συνολικό εθνικιστικό κλίμα που καλλιεργείται. Η αντίθεσή μας στις εξορύξεις συνεπάγεται την κάθετη αντίθεσή μας σε όλες τις διεκδικήσεις δικαιωμάτων που έχουν στο επίκεντρό τους ακριβώς αυτές, όπως είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδα και η ανακήρυξη ΑΟΖ. Αγωνιζόμαστε για την ακύρωση των εξορυκτικών προγραμμάτων και βεβαίως για την ειρήνη και την προστασία του κρίσιμου φυσικού περιβάλλοντος της Αν. Μεσογείου, επιδιώκοντας την αλληλεγγύη και τη συνεργασία με τα αντίστοιχα κινήματα που αγωνίζονται για τους ίδιους στόχους στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά και στα υπόλοιπα γειτονικά κράτη καθώς και διεθνώς.
3. Η αύξηση της ζήτησης της ενέργειας στα πλαίσια ενός οικονομικού συστήματος αέναης μεγέθυνσης και συσσώρευσης με κεντρικά στοιχεία την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής σε πολύ μεγάλη εκτατική κλίμακα με τη χρήση ορυκτών καυσίμων και την ανάπτυξη της βιομηχανικής (μονο)καλλιέργειας εδαφών με εντατική απόδοση έχει επιφέρει ευρείας έκτασης καταστροφικές επιπτώσεις στη λειτουργία των βιογεωχημικών κύκλων του πλανήτη. Η χρήση των ορυκτών καυσίμων, κατ' επέκταση και η αντίστοιχη εξορυκτική δραστηριότητα, έχει συνδεθεί με το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής εξ αιτίας «ανθρωπογενών» παρεμβάσεων, επί της ουσίας της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Το πεδίο των αγώνων, το οποίο σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή χρειάζεται να είναι ενιαίο κομμάτι της στρατηγικής των περιβαλλοντικών κινημάτων χωρίς «ναι, μεν αλλά», πέρα από τον συστημικό διαχωρισμό μεταξύ των κινημάτων. Για εμάς ο αγώνας για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής είναι διαμετρικά αντίθετος τόσο με την «μαύρη ανάπτυξη» όσο και με την «πράσινη ανάπτυξη» της αγοράς, καθώς και σε κάθε συστημική δήθεν «λύση» που επιχειρεί να εξωραΐσει τις διαχρονικές και σύγχρονες ευθύνες του ίδιου του συστήματος για την κλιματική κρίση, παρουσιάζοντας το ίδιο ως λύση. Η δική μας προσέγγιση με κεντρικούς άξονες την αντίθεση στην ιδεολογία της ανάπτυξης και της διαρκούς συσσώρευσης, τον προσδιορισμό των συλλογικών κοινωνικών αναγκών από την ίδια την κοινωνία και την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας θέτει στο επίκεντρό της τη διαδικασία της συνολικής αμφισβήτησης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Γι' αυτό βασικό ζητούμενο των κινημάτων δεν μπορεί να είναι οι τεχνικές κάλυψης των όλο και περισσότερο διογκωμένων αναγκών αυτού του συστήματος - με ή χωρίς, «πράσινα διαπιστευτήρια» από συστημικούς φορείς. Βασικό ζητούμενο μας πρέπει να είναι ο έλεγχος αυτής της ζήτησης και η ανάσχεση της τάσης κατασπατάλησης φυσικών πόρων στο πλαίσιο μιας συνολικής ανασυγκρότησης της παραγωγικής διαδικασίας. Στη διαδικασία μιας ουσιαστικής μετάβασης σε ένα άλλο σύστημα παραγωγής και διανομής της ενέργειας (με μηδενική εκπομπή ρύπων) οφείλουμε να προσδιορίσουμε τις πραγματικές ενεργειακές ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει να εξοικονομήσουμε ενέργεια σε όλο το φάσμα της παραγωγικής - οικονομικής δραστηριότητας από την βιομηχανία, τις μεταφορές, την αγροτική-κτηνοτροφική παραγωγή ως το αστικό περιβάλλον και τα κτίρια, τις χρήσεις γης και τη διαχείριση των απορριμμάτων.
4. Η χρήση των διαθέσιμων πηγών ενέργειας πρέπει να σχεδιάζεται
με βάση το μέγεθος, τις επιπτώσεις και το πραγματικό συνολικό κοινωνικό τους
κόστος (άμεσο και έμμεσο). Κάθε σύστημα παραγωγής και διανομής ενέργειας έχει
επιπτώσεις, που αυξάνονται όσο μεγαλώνει η κλίμακα των έργων και βεβαίως
εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως: το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πηγών,
τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και διανομής, τον κοινωνικό έλεγχο στο
σχεδιασμό και στην υλοποίηση, το είδος των χρησιμοποιούμενων τεχνικών και
τεχνολογιών που δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες κ.α. Τις τελευταίες δεκαετίες
προωθείται απαρέγκλιτα η απορρύθμιση (απελευθέρωση) της αγοράς ενέργειας και η
ιδιωτικοποίηση της παραγωγής, της μεταφοράς, της διανομής και της προμήθειας,
με στόχο την πλήρη εμπορευματοποίηση της ενέργειας. Παράλληλα, για την
αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης οι συστημικές δυνάμεις προωθούν την πολιτική
της «πράσινης ανάπτυξης». Μια ενεργειακή πολιτική που βασίζεται στην
ενισχυόμενη από το κράτος ιδιωτική πρωτοβουλία και στους μηχανισμούς της αγοράς
και αφορά στη δραστική αλλαγή του ενεργειακού μίγματος με την εισαγωγή
τεχνολογικών «Α.Π.Ε.» για την υποκατάσταση ορυκτών καυσίμων, με ταυτόχρονη
εξασφάλιση κερδοφορίας και αναζωογόνηση της ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, από το
νόμο 3851/2010 έως τον πρόσφατο περιβαλλοντοκτόνο νόμο 4685/2020 του Χατζηδάκη,
που πλέον κατήργησε και κάθε φύλλο συκής ελέγχου, αδειοδότησης, και σχεδιασμού,
αναπτύσσεται μια επέλαση βιομηχανικής κλίμακας εγκαταστάσεων Α.Π.Ε (ιδιωτικών
στη συντριπτική τους πλειονότητα) πέρα από κάθε πλαίσιο οποιουδήποτε
ενεργειακού, χωροταξικού, δημοκρατικού και κοινωνικοοικονομικού σχεδιασμού.
Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για μια διαδικασία «υφαρπαγής γης» από το κεφάλαιο, με
τεράστιες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, που επιβάλλεται στις
τοπικές κοινωνίες. Τα μεγέθη ζαλίζουν. Ήδη πέρα από τα 10,5 2Μ που βρίσκονται
σε λειτουργία, το συνολικό επενδυτικό ενδιαφέρον φθάνει τα 11.000 έργα,
συνολικής ισχύος 76GM. Την ίδια στιγμή, τους τελευταίους μήνες ανακοινώθηκε πρόγραμμα
βίαιης απολιγνιτοποίησης με παράλληλη επιδίωξη την πλήρη διάλυση της ήδη
αποδιαρθρωμένης ΔΕΗ (που βεβαίως αποτελούσε τις τελευταίες δεκαετίες μια
κρατική εταιρεία που λειτουργούσε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια). Στόχος, η
πλήρης ολοκλήρωση του σχεδίου απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας. Οι συνέπειες
του σχεδίου αυτού θα πλήξουν άμεσα τους εργαζόμενους της ΔΕΗ, αλλά και τα δύο
μεγάλα ενεργειακά κέντρα, όπου όπως επιβλήθηκε η μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη
χωρίς να ερωτηθούν οι τοπικές κοινωνίες, σήμερα επιβάλλεται η βίαιη
απολιγνιτοποίηση χωρίς κανέναν οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό
σχεδιασμό. Χωρίς διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες, χωρίς αποκατάσταση ορυχείων
και απόδοση εδαφών με πλήρη περιβαλλοντική αποκατάσταση και χωρίς βέβαια
επανασχεδιασμό και τον αναπροσανατολισμό των τοπικών παραγωγικών
δραστηριοτήτων.
5. Η αύξηση της ζήτησης της ενέργειας δεν προέρχεται ουσιωδώς από μια αντικειμενική αύξηση των κοινωνικών αναγκών όπως η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού ή της πρόσβασης σε βασικά ενεργειακά αγαθά από τους φτωχότερους πληθυσμούς του πλανήτη, αλλά από την όλο και μεγαλύτερη επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της ζωής (παραγωγή, κυκλοφορία, κατανάλωση). Μέρος αυτής της επέκτασης είναι και η εμπορευματοποίηση της ίδιας της ενέργειας ως μιας αυτόνομης αγοράς μετατρέποντας την ενέργεια σε εμπόρευμα που πρέπει να πουληθεί ανεξάρτητα από την χρηστική και κοινωνική της αξία. Η ανάσχεση της εμπορευματοποίησης της ενέργειας είναι βασικό τμήμα της στρατηγικής των κινημάτων.
6. Με αυτά τα δεδομένα, πιστεύουμε ότι οι όποιες εναλλακτικές προτάσεις θα είναι, ουσιαστικά, αποτελεσματικές μόνο εάν κινούνται εκτός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στοχεύουν στην ανατροπή του. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι ανάγκη να προσανατολισθούν τα κινήματα για την ενέργεια, όπως και τα υπό9λοιπα κοινωνικά κινήματα, για να πετύχουν όχι μόνο την μετατροπή της ενέργειας από εμπόρευμα σε κοινωνικό αγαθό, αλλά και την αποτροπή κάθε εθνικιστικής έξαρσης, όπως και μιας πιθανής (τοπικής ή γενικότερης) πολεμικής σύγκρουσης.
7. Φυσικά είναι αυτονόητο ότι ένα εναλλακτικό ενεργειακό μοντέλο προϋποθέτει απαραίτητα τον κοινωνικό έλεγχο του συστήματος παραγωγής και διανομής της ενέργειας. Υποστηρίζουμε την κατοχύρωση των πηγών ενέργειας ως κοινών πόρων της ανθρωπότητας και της ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού. Προκρίνουμε την ενίσχυση της τοπικότητας και την αποκέντρωση των δικτύων, των δραστηριοτήτων και των ανθρώπων ενταγμένων σε ένα πλαίσιο κάλυψης τοπικών και υπερτοπικών αναγκών, πέρα από το διαχωρισμό μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας.
8. Δεν νοείται εναλλακτική ενεργειακή πολιτική χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη, με την έννοια της πρόσβασης για όλους και της κάλυψης των βασικών ενεργειακών αναγκών χωρίς προϋποθέσεις. Η εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας που αυξάνεται για ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, είναι προτεραιότητα. Αυτοί που πλήρωσαν και πληρώνουν το κάθε λογής κόστος της “ανάπτυξης”, είτε πρόκειται για τους φτωχούς των αναπτυγμένων χωρών, είτε για εκείνους του παγκόσμιου Νότου, δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι που θα πληρώσουν και το κόστος οποιασδήποτε μετάβασης. Η όποια εναλλακτική πρόταση αφορά μια συνολική θεώρηση των πολιτικών για την ενέργεια, ως μέρους των γενικότερων πολιτικών για ένα ριζικό κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό.
Πρωτοβουλία Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων