Τοποθέτηση της Πρωτοβουλίας Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων, στο διήμερο διαλόγου για την Ενέργεια 18-19 Ιανουαρίου
Άξονες για μια ενεργειακή πολιτική των κινημάτων
1. Κεντρικό πρόβλημα τώρα και στο μέλλον αποτελεί η αύξηση της ζήτησης της ενέργειας στα πλαίσια ενός οικονομικού συστήματος αέναης μεγέθυνσης και συσσώρευσης. Γι’ αυτό βασικό ζητούμενο των κινημάτων δεν μπορεί να είναι οι τεχνικές κάλυψης των όλο και περισσότερο διογκωμένων αναγκών αυτού του συστήματος. Βασικό ζητούμενο μας πρέπει να είναι ο έλεγχος αυτής της ζήτησης και η ανάσχεση της τάσης κατασπατάλησης φυσικών πόρων.
2. Η αύξηση της ζήτησης της ενέργειας δεν προέρχεται ουσιωδώς από μια αντικειμενική αύξηση των κοινωνικών αναγκών όπως η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού ή της πρόσβασης σε βασικά ενεργειακά αγαθά από τους φτωχότερους πληθυσμούς του πλανήτη, αλλά από την όλο και μεγαλύτερη επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της ζωής (παραγωγή, κυκλοφορία, κατανάλωση). Μέρος αυτής της επέκτασης είναι και η εμπορευματοποίηση της ίδιας της ενέργειας ως μιας αυτόνομης αγοράς μετατρέποντας την ενέργεια σε εμπόρευμα που πρέπει να πουληθεί ανεξάρτητα από την χρηστική και κοινωνική της αξία. Η ανάσχεση της εμπορευματοποίησης της ενέργειας είναι βασικό τμήμα της στρατηγικής των κινημάτων.
3. Στη διαδικασία μιας ουσιαστικής μετάβασης σε ένα άλλο σύστημα παραγωγής και διανομής της ενέργειας (με μηδενική εκπομπή ρύπων) οφείλουμε να προσδιορίσουμε τις πραγματικές ενεργειακές ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει να εξοικονομήσουμε ενέργεια σε όλο το φάσμα της παραγωγικής – οικονομικής δραστηριότητας από την βιομηχανία, τις μεταφορές, την αγροτική-κτηνοτροφική παραγωγή ως το αστικό περιβάλλον και τα κτίρια, τις χρήσεις γης και τη διαχείριση των απορριμμάτων.
4. Η χρήση των διαθέσιμων πηγών ενέργειας πρέπει να σχεδιάζεται με βάση το μέγεθος, τις επιπτώσεις και το πραγματικό συνολικό κοινωνικό τους κόστος. Κάθε σύστημα παραγωγής και διανομής ενέργειας έχει επιπτώσεις, που μεγαλώνουν όσο μεγαλώνει η κλίμακα των έργων. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη, εφόσον συνδέεται με επιχειρηματικούς σχεδιασμούς. Για παράδειγμα μπορεί ο ήλιος και ο αέρας να είναι ανανεώσιμες πηγές, αλλά είναι οι χώροι εγκατάστασης, το μέγεθος, ο αριθμός, η τεχνολογία, ο ενεργειακός σχεδιασμός και το σύστημα στο οποίο εντάσσονται, που καθορίζουν το κατά πόσο η εφαρμογή τους είναι όντως ήπια και όχι καταστροφική για τις τοπικές κοινωνίες και τα οικοσυστήματα.
5. Η χρήση των ορυκτών καυσίμων, κατ’ επέκταση και η αντίστοιχη εξορυκτική δραστηριότητα, έχει συνδεθεί με το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, η οποία αποδίδεται στην υπερθέρμανση του πλανήτη, εξ αιτίας ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Πρόκειται για την κυρίαρχη επιστημονική διαπίστωση, η οποία δεν έχει αναιρεθεί από το γεγονός ότι και στο παρελθόν έχουν υπάρξει επαναλαμβανόμενα ακραία κλιματικά φαινόμενα. Κατά συνέπεια η επίκληση αυτού του κινδύνου θα εξακολουθεί να υπάρχει στην ατζέντα του αντιεξορυκτικού κινήματος. Χρειάζεται, ωστόσο, να επισημάνουμε τον υπαρκτό κίνδυνο ο αντιεξορυκτικός αγώνας να σηματοδοτηθεί μονοσήμαντα σαν «αντι-κλιματικός» αγώνας. Γεγονός που μπορεί να περιορίσει τη δυναμική του, στο βαθμό που αποκρύπτει ή υποβαθμίζει τις άλλες, εξίσου σοβαρές, πτυχές της εξορυκτικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και τις τοπικές επιπτώσεις της εξόρυξης και χρήσης των ορυκτών καυσίμων.
6. Είναι φανερό ότι ένα εναλλακτικό ενεργειακό μοντέλο προϋποθέτει απαραίτητα τον κοινωνικό έλεγχο του συστήματος παραγωγής και διανομής της ενέργειας. Υποστηρίζουμε την κατοχύρωση των πηγών ενέργειας ως κοινών πόρων της ανθρωπότητας και της ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού. Προκρίνουμε την ενίσχυση της τοπικότητας και την αποκέντρωση των δικτύων, των δραστηριοτήτων και των ανθρώπων.
7. Δεν νοείται εναλλακτική ενεργειακή πολιτική χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη, με την έννοια της πρόσβασης για όλους και της κάλυψης των βασικών ενεργειακών αναγκών χωρίς προϋποθέσεις. Η εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας που αυξάνεται για ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, είναι προτεραιότητα. Αυτοί που πλήρωσαν και πληρώνουν το κάθε λογής κόστος της “ανάπτυξης”, είτε πρόκειται για τους φτωχούς των αναπτυγμένων χωρών, είτε για εκείνους του παγκόσμιου Νότου, δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι που θα πληρώσουν και το κόστος οποιασδήποτε μετάβασης.
8. Η όποια εναλλακτική πρόταση αφορά μια συνολική θεώρηση των πολιτικών για την ενέργεια, ως μέρους των γενικότερων πολιτικών για ένα ριζικό κοινωνικό –οικολογικό μετασχηματισμό. Το κατά πόσο κοινωνικά και οικολογικά κινήματα θα κατορθώσουν να εμπνεύσουν την κοινωνία και να διαμορφώσουν ένα νέο όραμα είναι το ζητούμενο και είναι μπροστά μας.
Άξονες για μια ενεργειακή πολιτική των κινημάτων
1. Κεντρικό πρόβλημα τώρα και στο μέλλον αποτελεί η αύξηση της ζήτησης της ενέργειας στα πλαίσια ενός οικονομικού συστήματος αέναης μεγέθυνσης και συσσώρευσης. Γι’ αυτό βασικό ζητούμενο των κινημάτων δεν μπορεί να είναι οι τεχνικές κάλυψης των όλο και περισσότερο διογκωμένων αναγκών αυτού του συστήματος. Βασικό ζητούμενο μας πρέπει να είναι ο έλεγχος αυτής της ζήτησης και η ανάσχεση της τάσης κατασπατάλησης φυσικών πόρων.
2. Η αύξηση της ζήτησης της ενέργειας δεν προέρχεται ουσιωδώς από μια αντικειμενική αύξηση των κοινωνικών αναγκών όπως η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού ή της πρόσβασης σε βασικά ενεργειακά αγαθά από τους φτωχότερους πληθυσμούς του πλανήτη, αλλά από την όλο και μεγαλύτερη επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της ζωής (παραγωγή, κυκλοφορία, κατανάλωση). Μέρος αυτής της επέκτασης είναι και η εμπορευματοποίηση της ίδιας της ενέργειας ως μιας αυτόνομης αγοράς μετατρέποντας την ενέργεια σε εμπόρευμα που πρέπει να πουληθεί ανεξάρτητα από την χρηστική και κοινωνική της αξία. Η ανάσχεση της εμπορευματοποίησης της ενέργειας είναι βασικό τμήμα της στρατηγικής των κινημάτων.
3. Στη διαδικασία μιας ουσιαστικής μετάβασης σε ένα άλλο σύστημα παραγωγής και διανομής της ενέργειας (με μηδενική εκπομπή ρύπων) οφείλουμε να προσδιορίσουμε τις πραγματικές ενεργειακές ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει να εξοικονομήσουμε ενέργεια σε όλο το φάσμα της παραγωγικής – οικονομικής δραστηριότητας από την βιομηχανία, τις μεταφορές, την αγροτική-κτηνοτροφική παραγωγή ως το αστικό περιβάλλον και τα κτίρια, τις χρήσεις γης και τη διαχείριση των απορριμμάτων.
4. Η χρήση των διαθέσιμων πηγών ενέργειας πρέπει να σχεδιάζεται με βάση το μέγεθος, τις επιπτώσεις και το πραγματικό συνολικό κοινωνικό τους κόστος. Κάθε σύστημα παραγωγής και διανομής ενέργειας έχει επιπτώσεις, που μεγαλώνουν όσο μεγαλώνει η κλίμακα των έργων. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη, εφόσον συνδέεται με επιχειρηματικούς σχεδιασμούς. Για παράδειγμα μπορεί ο ήλιος και ο αέρας να είναι ανανεώσιμες πηγές, αλλά είναι οι χώροι εγκατάστασης, το μέγεθος, ο αριθμός, η τεχνολογία, ο ενεργειακός σχεδιασμός και το σύστημα στο οποίο εντάσσονται, που καθορίζουν το κατά πόσο η εφαρμογή τους είναι όντως ήπια και όχι καταστροφική για τις τοπικές κοινωνίες και τα οικοσυστήματα.
5. Η χρήση των ορυκτών καυσίμων, κατ’ επέκταση και η αντίστοιχη εξορυκτική δραστηριότητα, έχει συνδεθεί με το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, η οποία αποδίδεται στην υπερθέρμανση του πλανήτη, εξ αιτίας ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Πρόκειται για την κυρίαρχη επιστημονική διαπίστωση, η οποία δεν έχει αναιρεθεί από το γεγονός ότι και στο παρελθόν έχουν υπάρξει επαναλαμβανόμενα ακραία κλιματικά φαινόμενα. Κατά συνέπεια η επίκληση αυτού του κινδύνου θα εξακολουθεί να υπάρχει στην ατζέντα του αντιεξορυκτικού κινήματος. Χρειάζεται, ωστόσο, να επισημάνουμε τον υπαρκτό κίνδυνο ο αντιεξορυκτικός αγώνας να σηματοδοτηθεί μονοσήμαντα σαν «αντι-κλιματικός» αγώνας. Γεγονός που μπορεί να περιορίσει τη δυναμική του, στο βαθμό που αποκρύπτει ή υποβαθμίζει τις άλλες, εξίσου σοβαρές, πτυχές της εξορυκτικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και τις τοπικές επιπτώσεις της εξόρυξης και χρήσης των ορυκτών καυσίμων.
6. Είναι φανερό ότι ένα εναλλακτικό ενεργειακό μοντέλο προϋποθέτει απαραίτητα τον κοινωνικό έλεγχο του συστήματος παραγωγής και διανομής της ενέργειας. Υποστηρίζουμε την κατοχύρωση των πηγών ενέργειας ως κοινών πόρων της ανθρωπότητας και της ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού. Προκρίνουμε την ενίσχυση της τοπικότητας και την αποκέντρωση των δικτύων, των δραστηριοτήτων και των ανθρώπων.
7. Δεν νοείται εναλλακτική ενεργειακή πολιτική χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη, με την έννοια της πρόσβασης για όλους και της κάλυψης των βασικών ενεργειακών αναγκών χωρίς προϋποθέσεις. Η εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας που αυξάνεται για ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, είναι προτεραιότητα. Αυτοί που πλήρωσαν και πληρώνουν το κάθε λογής κόστος της “ανάπτυξης”, είτε πρόκειται για τους φτωχούς των αναπτυγμένων χωρών, είτε για εκείνους του παγκόσμιου Νότου, δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι που θα πληρώσουν και το κόστος οποιασδήποτε μετάβασης.
8. Η όποια εναλλακτική πρόταση αφορά μια συνολική θεώρηση των πολιτικών για την ενέργεια, ως μέρους των γενικότερων πολιτικών για ένα ριζικό κοινωνικό –οικολογικό μετασχηματισμό. Το κατά πόσο κοινωνικά και οικολογικά κινήματα θα κατορθώσουν να εμπνεύσουν την κοινωνία και να διαμορφώσουν ένα νέο όραμα είναι το ζητούμενο και είναι μπροστά μας.