Η
περίπτωση της Energean Oil & Gas
Είναι κοινό, πλέον, μυστικό ότι οι
πετρελαϊκές εταιρείες είναι εδώ, καθώς το ένα τρίτο της χερσαίας και θαλάσσιας
επικράτειας της χώρας τους έχει παραχωρηθεί -με μακροχρόνιες συμβάσεις- για
έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων. Αυτές τις μέρες, τέθηκε σε δημόσια
διαβούλευση η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου της «α΄ φάσης
του προγράμματος ανάπτυξης του κοιτάσματος υδρογονανθράκων “Δυτικό Κατάκολο”».
Αυτό σημαίνει ότι το στάδιο των ερευνών έχει ολοκληρωθεί και ότι επίκειται η
εκμετάλλευση, δηλαδή η άντληση πετρελαίου. Αυτή είναι η πρώτη από τις διάφορες
περιοχές, που έχουν παραχωρηθεί στις πετρελαϊκές εταιρείες, που βρίσκεται
αντιμέτωπη με αυτό το ενδεχόμενο, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την έναρξη της
εκμετάλλευσης του κοιτάσματος του Πρίνου (1981). Τα δικαιώματα εκμετάλλευσης
του κοιτάσματος στο Δυτικό Κατάκολο έχουν παραχωρηθεί στην εταιρεία Energean
Oil & Gas και αυτό είναι μια καλή ευκαιρία για να σκαλίσουμε
ορισμένες αθέατες πλευρές της δραστηριότητας της συγκεκριμένης εταιρείας. Αλλά
ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά …
Μια από τις πρώτες πράξεις της νέας
κυβέρνησης στον τομέα της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων θα είναι η επικύρωση
στη Βουλή των συμβάσεων για τα οικόπεδα δυτικά και νοτιο-δυτικά της Κρήτης. Με
τις νέες συμβάσεις ο χάρτης των παραχωρήσεων θα περιλαμβάνει πέντε εταιρείες
είτε ως αποκλειστικές αναδόχους, είτε ως μέρη κοινοπραξιών. Αυτές είναι οι: ΕΛΠΕ, Energean Oil & Gas, Repsol,
ExxonMobil, Total. Τυπικά,
αυτή η λίστα περιλαμβάνει και την Edison[1], στο Δ. Πατραϊκό και
στο οικόπεδο 2 (Κέρκυρα), το χαρτοφυλάκιο της οποίας, ωστόσο, ανακοινώθηκε στις
4 Ιούλη[2]
πως θα περάσει στην Energean, έναντι 750 εκ. δολαρίων[3].
Η νομική διαδικασία της πώλησης αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2019.
Προσπαθώντας να δούμε σφαιρικά το θέμα, είναι
αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι οι εξορύξεις υδρογονανθράκων εντάσσονται σε
εταιρικούς και κρατικούς σχεδιασμούς, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με την
«ομαλή» λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας, που έχει στο επίκεντρο τα
ζητήματα της ενέργειας. Οι σχεδιασμοί αυτοί, στη φάση της υλοποίησής τους,
συνδέονται όχι μόνο με ευρείας κλίμακας περιβαλλοντικές επιπτώσεις -όπως πολύ
συχνά πιστεύεται-, αλλά και με πληθώρα άλλων προβλημάτων, που ξεκινούν από την
οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση ολόκληρων περιοχών και φτάνουν σε ακραίους
πολεμικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις.
Για το λόγο αυτό, επιλέγουμε την ανάδειξη όλων των πτυχών του προβλήματος,
κρατώντας σαφείς αποστάσεις από λογικές ενός στενού «περιβαλλοντισμού», που σε
πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται ανίσχυρος απέναντι στα διάφορα megaprojects
και ενσωματώσιμος στις κυρίαρχες ιδεολογικές αφηγήσεις και επιλογές.
Το γεγονός ότι οι σχεδιασμοί στους οποίους
αναφερόμαστε υπακούουν σε ορισμένες κεντρικές, συστημικές επιλογές δε σημαίνει
πως δεν υπάρχουν εταιρικοί και διακρατικοί ανταγωνισμοί, ως προς τους επιμέρους
στόχους και το σχεδιασμό της εξορυκτικής δραστηριότητας, όπως, για παράδειγμα,
αυτοί που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο. Δεν
είναι μυστικό ότι, παράλληλα με τους αγώνες των τοπικών κοινωνιών ενάντια στις εξορύξεις
υδρογονανθράκων, διεξάγεται και ένας άλλος «αγώνας» μεταξύ των εταιριών, συχνά μακριά
από τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτή η «υπόγεια» διαπάλη συγκρουόμενων
συμφερόντων έχει στον πυρήνα της την επιδίωξη για έλεγχο των «πηγών» ενέργειας,
για κυριαρχία στις αγορές ενέργειας και για την αύξηση της κερδοφορίας των
μεγάλων οικονομικών ομίλων, που δραστηριοποιούνται σε αυτό το πεδίο.
Γιατί συμβαίνει όμως αυτό; Συμβαίνει επειδή
έχουμε καπιταλισμό, συμβαίνει επειδή το κυρίαρχο φαντασιακό της ανάπτυξης
-εντός και εκτός εισαγωγικών- ωθεί σε μια διαρκή αύξηση της ζήτησης ενέργειας
και συμβαίνει επειδή κυριαρχούν -παντού, σχεδόν, στον κόσμο- πολιτικές
απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι -κατ’
ευφημισμό- εθνικοί σχεδιασμοί για την ενέργεια το μόνο που κάνουν είναι να
νομιμοποιούν επιλογές που διαμορφώνονται ερήμην της κοινωνίας, αφήνοντας
ελεύθερο το πεδίο στην πλήρη εμπορευματοποίηση του τομέα της ενέργειας. Σε
σημείο τέτοιο που μας επιτρέπει να μιλάμε για αυτονόμηση της αγοράς ενέργειας
από τις «πραγματικές» ανάγκες. Το λέμε αυτό παρότι γνωρίζουμε ότι είναι πολύ σχετικό
να μιλάμε για πραγματικές ανάγκες, με δεδομένη τη ριζική αμφισβήτηση που
υφίσταται το υφιστάμενο μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης.
Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, αυτή των υπερεθνικών δικτύων μεταφοράς ενέργειας και των πολύπλοκων χρηματοοικονομικών εργαλείων για το εμπόριο ενέργειας, η εμπορευματοποίησή της αποκτά και μια νέα χρηματιστηριακή μορφή, η οποία συχνά καθορίζει τις εταιρικές επιλογές. Σε αυτή τη νέα μορφή, η κερδοφορία αποσυνδέεται από την ίδια τη δυνατότητα πραγματικής παραγωγής ενέργειας και συνδέεται με την εικόνα -πολλές φορές πλασματική- που διαμορφώνει η κάθε εταιρεία για τη δυνατότητά της να παράγει ενέργεια. Αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Η μετατροπή βασικών ενεργειακών «προϊόντων»
-αλλά και παραγώγων τους, όπως οι εκπομπές αέριων ρύπων- σε χρηματιστηριακό
είδος είναι διαδεδομένη ακόμη και στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Η
χρηματιστικοποίηση είναι άλλωστε, η μόνη λύση που γνωρίζει το υπάρχον σύστημα
για να «επιλύει» τα περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως μας δείχνει χαρακτηριστικά
το περίφημο εμπόριο ρύπων. Στη λογική της αγοράς, κάθε οικολογική υποβάθμιση
μπορεί να αποτραπεί με βάση την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία
αντιλαμβάνεται τα οικοσυστήματα, την ανθρώπινη υγεία και την ασφάλεια των
ανθρώπινων κοινοτήτων μόνο σαν επιπλέον «κόστη παραγωγής». Επομένως το δικαίωμα
να ρυπαίνεις, να αλλοιώνεις, να καταστρέφεις μπορεί κι αυτό να αγοραστεί, όπως
οτιδήποτε άλλο και, βέβαια, οι ισχυρότεροι μπορούν να αγοράσουν περισσότερο.
Στη συνέχεια, τα δικαιώματα ρύπανσης, με βάση την ευρωπαϊκή και εθνική
νομοθεσία, μπορούν να μεταπωληθούν, δίνοντας έτσι την ευκαιρία για ένα παζάρι
ρύπων που αναλαμβάνουν εξειδικευμένες εταιρείες. Από την «περιβαλλοντική
προστασία» επιστρέψαμε εύκολα πίσω στην αύξηση της κερδοφορίας!
Αυτό, όσον αφορά τις εξορύξεις
υδρογονανθράκων, σημαίνει πως, για να ανέβει η μετοχή μιας εταιρείας, δε
χρειάζεται να έχει πραγματικά αυξημένο κύκλο εργασιών, αλλά να μπορεί να δείξει
μέσω του χαρτοφυλακίου της (δηλαδή των «οικοπέδων» στα οποία έχει άδεια
έρευνας-εκμετάλλευσης) πως έχει δυνητικά αυξημένη δυνατότητα παραγωγής στο μέλλον. Φυσικά, η δυνατότητα
παραγωγής, από οποιοδήποτε κοίτασμα, δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ακρίβεια παρά
μόνο στο τελικό στάδιο των ερευνών. Επομένως, ο υπολογισμός του δυνητικού
κύκλου εργασιών μιας εταιρείας, με βάση το χαρτοφυλάκιο της, είναι σε μεγάλο
βαθμό έωλος, με αποτέλεσμα μια χρηματιστηριακή διαδικασία, μέσω της οποίας μια
εταιρεία μπορεί να αυξάνει σημαντικά την κερδοφορία της βραχυπρόθεσμα χωρίς ουσιαστικά
να αυξάνει την παραγωγή της.
Λέμε βραχυπρόθεσμα, διότι η κερδοφορία των
πετρελαϊκών εταιρειών δεν μπορεί να αυξάνεται επ’ άπειρον, χωρίς καμία
αντιστοιχία με την παραγωγή. Σε περιπτώσεις που παρακάμπτεται αυτή η τόσο απλή
διαπίστωση, τότε η αντίφαση μεταξύ πλασματικής και πραγματικής παραγωγής μπορεί
να εκφραστεί με … εκρηκτικό τρόπο, μέσω του φαινομένου που χαρακτηρίζεται ως
χρηματιστηριακή φούσκα. Όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες, φυσικά, γνωρίζουν την πιθανή
κατάληξη μιας τέτοιας διαδικασίας. Συνεπώς, αν θέλαμε να περιγράψουμε την
παραπάνω διαδικασία με μια λέξη, θα την ονομάζαμε: τζόγο. Ιδιοκτήτες,
μέτοχοι, επενδυτές, τζογάρουν στο ερώτημα «για πόσο θα ανεβαίνει η Χ μετοχή
μέχρι να καταρρεύσει;».
Οι
τακτικές των εταιρειών και το αντιεξορυκτικό κίνημα
Οι επιλογές των πετρελαϊκών εταιρειών, στην
πραγματικότητα, αποφασίζονται από μικρές ομάδες υψηλόβαθμων στελεχών, με
γνώμονα την κερδοφορία και τα γενικότερα συμφέροντά τους. Από την άλλη, οι
συνέπειες αυτών των επιλογών είναι τεράστιες και πλήττουν τη συντριπτική
πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία επειδή -κατά κανόνα- παραμένει σε καθεστώς άγνοιας τις αντιλαμβάνεται αφού
έχουν, ήδη, εκδηλωθεί, πολλές φορές με βίαιο τρόπο.
Για το αντιεξορυκτικό κίνημα το να γνωρίζει
πως λειτουργούν και τι ακριβώς κάνουν οι εταιρείες συνιστά ένα σημαντικό
εργαλείο για να μπορεί και να αξιολογεί ολοκληρωμένα τους διάφορους σχεδιασμούς
και για να μη μετατρέπεται το ίδιο σε άβουλο στόχο των διασταυρούμενων πυρών
των αντιμαχόμενων μερών της αντίπαλης πλευράς. Η πρόσβαση στη ροή βασικών
πληροφοριών, παρά τις δυσκολίες που έχει, μπορεί να συμβάλλει στο να φωτιστούν
εξαιρετικά σημαντικές πτυχές της εταιρικής δραστηριότητες, οι οποίες σπάνια
αξιολογούνται στις γενικόλογες αναλύσεις για τις στενά περιβαλλοντικές επιπτώσεις
των εξορύξεων.
Για παράδειγμα, στο περιβάλλον που δημιουργεί η εμπορευματοποίηση στην χρηματιστηριακή της μορφή και στο αντίστοιχο νομικό καθεστώς που διευκολύνει τη λειτουργία της, ολόκληρες περιοχές - «οικόπεδα» μπορεί να αλλάζουν ιδιοκτήτη με fast-track διαδικασίες, ανάλογα με τις χρηματοοικονομικές ανάγκες των συναλλασσόμενων εταιρειών. Εργασίες ερευνών -με τις αντίστοιχες περιβαλλοντικές επιπτώσεις- μπορεί να ξεκινήσουν σε μια περιοχή με μόνο στόχο να δημιουργηθεί η εικόνα πως οι «εργασίες ξεκίνησαν», χωρίς να υπάρχει πραγματικός στόχος να καταλήξουν στη φάση της εξόρυξης, ενώ σε κάθε στάδιο -ανάλογα με τα αποτελέσματα- μπορεί να αλλάζουν οι εμπλεκόμενες εταιρείες.
Άλλες περιοχές -και οι κάτοικοί τους, φυσικά-
καταλήγουν σε μακρόχρονο «καθεστώς ομηρίας», καθώς οι συμβάσεις επιτρέπουν στις
εταιρείες να διατηρούν το δικαίωμα εξόρυξης για δεκαετίες, με αυτές, ωστόσο, να
μην το ασκούν άμεσα (ή και ποτέ), αλλά να διατηρούν ένα «οικόπεδο» στο
χαρτοφυλάκιό τους για να αποκομίζουν χρηματιστηριακά οφέλη, ως ότου το
πουλήσουν σε κάποια άλλη εταιρεία. Επίσης, παρατηρείται το φαινόμενο μια
εταιρεία να εξαγοράζει σε συγκεκριμένα «οικόπεδα» τα δικαιώματα μιας εταιρείας,
η οποία βρίσκεται σε κοινοπραξία με ανταγωνιστή της με κύριο στόχο να
δημιουργήσει προβλήματα στο έργο ή και να το μπλοκάρει, στην ουσία για να
εκβιάσει τον ανταγωνιστή της σχετικά με τη διαμάχη τους σε άλλα «οικόπεδα».
Η παραπάνω εικόνα των εταιρικών ανταγωνισμών δεν είναι κάτι άλλο, παρά μια «εξευγενισμένη» εκδοχή πολέμου συμμοριών. Και όπως γίνεται, σε κάθε πόλεμο συμμοριών, αυτοί που την πληρώνουν είναι οι άμαχοι, την ώρα που παραδίπλα συντελείται η διαρκής εναλλαγή ιδιοκτησίας χαρτοφυλακίων, με βασικά εργαλεία το χρηματιστηριακό τζόγο και τον αναγκαίο τραπεζικό δανεισμό.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Όλες οι εταιρείες με υπογεγραμμένες συμβάσεις
στην Ελλάδα είναι εισηγμένες σε επιλεγμένα χρηματιστήρια. Η χρηματιστηριακή
αποδοτικότητα μιας εταιρείας συχνά καθορίζει και τις επενδυτικές επιλογές της.
Για παράδειγμα, η μετοχή της Repsol τον Ιούλη του 2019
έφτασε στη χαμηλότερη τιμή της, τους τελευταίους 12 μήνες[4].
Ας σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνει η πτώση μιας μετοχής, η οποία στο πλαίσιο
της χρηματιστικοποίησης της ενέργειας εξαρτάται από μια πλασματική εικόνα κύκλου εργασιών, για το ρυθμό των πραγματικών εργασιών στο «οικόπεδο»
Ιωάννινα-Θεσπρωτία -όπου η Repsol, με ποσοστό 60%,
είναι διαχειρίστρια της κοινοπραξίας- και για την τήρηση των (ήδη, πολύ
προβληματικών) όρων της περιβαλλοντικής αδειοδότησής της.
Η
πορεία της μετοχής της REPSOL
Στον αντίποδα, βρίσκεται η Energean Oil & Gas,
η οποία έχει υπογράψει συμβάσεις σε Ιωάννινα- Θεσπρωτία, Αιτωλοακαρνανία και Δ.
Κατάκολο και είναι η μόνη εταιρεία που εκμεταλλεύεται κοίτασμα στην Ελλάδα
(Πρίνος). Έχει υπογράψει, επίσης, συμβάσεις σε Μαυροβούνιο και Ισραήλ, στα
κοιτάσματα Karish & Tanin του οποίου πρόκειται
να αρχίσει παραγωγή το 2021. Το Δ. Κατάκολο είναι το πρώτο «οικόπεδο» από αυτά
που άρχισαν να παραχωρούνται μετά το 2011, στο οποίο αναμένεται να αρχίσει, το
2020, η α΄ φάση του σταδίου της εκμετάλλευσης.
Η
πορεία της μετοχής της ENERGEAN OIL & GAS
Ως τον Απρίλη του 2019[5],
η τιμή της μετοχής της εταιρείας είχε αυξηθεί
πάνω από 90%, από την αρχική εγγραφή της το 2018 στο χρηματιστήριο του
Λονδίνου. Η διεύρυνση του χαρτοφυλακίου της και οι προσδοκίες για τα
αποτελέσματα των ερευνών πυροδότησαν την αύξηση, με την πραγματική παραγωγή να
μην αντιστοιχεί, ούτε κατ’ ελάχιστο, σε αυτή την αύξηση. Η συμφωνία για την εξαγορά του χαρτοφυλακίου
της Edison στις αρχές Ιούλη του 2019, είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί περαιτέρω,
φτάνοντας την υψηλότερη τιμή της, τους τελευταίους 12 μήνες[6].
Όλη αυτή η διαδικασία συσσώρευσης χαρτοφυλακίων και δυνητικών κύκλων εργασιών
περιγράφηκε στον ειδικό τύπο ως εξής:
«Όπως σημειώνει το Reuters, η απόκτηση του χαρτοφυλακίου της Edison θα
αύξανε σημαντικά τη χρηματιστηριακή αξία της Energean, που σήμερα ανέρχεται
σε 1,6 δισ. δολάρια, 15 μήνες μετά την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο του
Λονδίνου και την δευτερογενή εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο του Τελ Αβίβ.
Παράλληλα, τονίζεται
ότι η Energean προετοιμάζει τα απαραίτητα κεφάλαια για την εξαγορά κατά τους
τελευταίους μήνες, ενώ η όλη κίνηση χαρακτηρίζεται ως ένα τολμηρό στοίχημα εκ μέρους της διοίκησης της εταιρείας.»[7]
Όταν
υπάρχει τέτοια απόσταση πραγματικής και δυνητικής παραγωγής, ο μόνος εφικτός
τρόπος χρηματοδότησης αυτών των πρακτικών είναι η μεγάλης κλίμακας δανειοδότηση.
Και, φυσικά, μέσα στο πλαίσιο του χρηματιστηριακού
τζόγου, μόνο σαν στοίχημα μπορεί να
περιγραφεί. Διαβάζουμε σε άλλο σχετικό δημοσίευμα:
«Το ύψος της εξαγοράς
έχει προσδιορισθεί στα 750 εκατ. δολάρια,
προσαρμοστέο στα κεφάλαια κίνησης, με επιπλέον δυνητικό τίμημα 100 εκατ.
δολαρίων καταβλητό με βάση συγκεκριμένες προϋποθέσεις σε σχέση με την πορεία
ανάπτυξης του κοιτάσματος "Cassiopeia" στην Ιταλία.
H εξαγορά θα χρηματοδοτηθεί με δανεισμό
("Committed Bridge Loan Facility”) ύψους
600 εκατ. δολαρίων, ενώ ποσό έως 265
εκατ. δολάρια θα αντληθεί από την τοποθέτηση (placement) νέων μετοχών.»
Η
διαχείριση της ενέργειας όχι απλά σαν εμπορικό προϊόν προς πώληση, αλλά σαν
χρηματιστηριακό προϊόν, σημαίνει πως ο σχεδιασμός της πραγματικής παραγωγής
γίνεται ακόμη πιο ασταθής και μεταβλητός, ανάλογα με τις απαιτήσεις του
χρηματιστηριακού τζόγου, με ολόκληρες περιοχές να μπαινοβγαίνουν από το
σχεδιασμό της μιας εταιρείας στης άλλης, μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η
χρηματιστικοποίηση της ενέργειας σημαίνει πως η ίδια η έννοια του ενεργειακού σχεδιασμού χάνει κάθε πρακτικό νόημα και από την άποψη του χρόνου, καθώς το
χρονικό πλαίσιο των χρηματιστηριακών συναλλαγών στο οποίο υπόκειται είναι τόσο
βραχυπρόθεσμο, ώστε να εξαρτάται από την κίνηση της μετοχής για το επόμενο
εταιρικό τρίμηνο. Έτσι, λίγες μέρες
μετά τη συμφωνία με την Edison, μεταξύ άλλων για το
κοίτασμα Glengorm το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στη
Βόρεια Θάλασσα τα τελευταία 10 χρόνια, η
Energean ανακοίνωσε πως θα πουλήσει το μερίδιο της σε
αυτό καθώς … δεν στοχεύει σε επενδύσεις στη Βόρεια Θάλασσα (!!!).[8]
Στις
25/6 -περίπου δυο εβδομάδες πριν την συμφωνία με την Edison-
η εταιρεία μετέφερε στην ισραηλινή κρατική INGL τις υποδομές τις οποίες
κατασκευάζει για τη μεταφορά του φυσικού αερίου από τα κοιτάσματα Karish &
Tanin στο ισραηλινό δίκτυο, όταν αρχίσει η παραγωγή, για, περίπου, 102 εκ.
δολάρια[9].
Παρόμοια συμφωνία είχε ανακοινωθεί και το Δεκέμβρη του 2018[10].
Όσον αφορά τα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου, η Energean
βρίσκεται σε διαμάχη με το κυπριακό κράτος για την αγορά φυσικού αερίου στη
χώρα. Διαβάζουμε σε σχετικό άρθρο στις 9/6/2019:
«Μάλιστα, η ελληνική εταιρεία υποστηρίζει ότι σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς ο αγωγός που θέλει να ποντίσει μεταξύ Ισραήλ και Κύπρου είναι βιώσιμος ακόμα και αν η ΑΗΚ δεν θελήσει να συνεργαστεί μαζί της, κάτι που αμφισβητούν κυβερνητικές πηγές.
Πληροφορούμαστε ότι η Energean δεν πρόκειται να μείνει
άπραγη μπροστά στην απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει την αγορά. Θα λάβει
νομικά μέτρα και θα φθάσει μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να προσβάλει την
απόφαση.[..]
Ωστόσο, η απόφαση του
Υπουργικού την περασμένη Τετάρτη για «πάγωμα» των άρθρων του νόμου που
επιτρέπουν μεταξύ άλλων την αδειοδότηση εταιρειών, στην ουσία δεν επιτρέπουν
στη ΡΑΕΚ να δεχθεί αιτήσεις και να χορηγήσει τις άδειες που θα αιτηθεί η
Energean, κάτι που θα αποτελέσει τη
θρυαλλίδα για την έκρηξη του νομικού πολέμου προς την κυβέρνηση.»[11]
Φυσικά,
η εξαγορά τον υποδομών μεταφοράς φυσικού αερίου για το Karish
& Tanin από το ισραηλινό κράτος ως πολιτική δε διαφέρει ουσιωδώς
από την πολιτική του κυπριακού κράτους για τον έλεγχο των δικτύων μεταφοράς, η
οποία αποτελεί αιτία «έκρηξης του νομικού πολέμου προς την κυβέρνηση». Η μόνη διαφορά μεταξύ τους αφορά το ρόλο που
κατάφερε να έχει η Energean στο πλαίσιο των
γενικότερων σχεδίων της, στην κάθε χώρα, στη δεδομένη φάση της χρηματιστηριακής
στρατηγικής της. Βλέπουμε, δηλαδή, πως η διαπλοκή μεταξύ κρατικών και εταιρικών
συμφερόντων δημιουργεί τέτοια αστάθεια και ανταγωνισμούς, οι οποίοι δεν
επιτρέπουν τη διατύπωση συνεκτικών ενεργειακών σχεδιασμών για τις ανάγκες της
κοινωνίας, αλλά διαμάχες για τις οποίες εν τέλει «πληρώνουν» οι από κάτω.
Δυτικός Πατραϊκός κόλπος
Η
συμφωνία με την Edison δημιούργησε και μια
άλλη πραγματικότητα. Η παραχώρηση στον Δ. Πατραϊκό κόλπο ανήκε στην κοινοπραξία
ΕΛΠΕ-Edison με διαχειριστή τα ΕΛΠΕ. Με την ολοκλήρωση της συμφωνίας
εξαγοράς του χαρτοφυλακίου της Edison από την Energean,
στα τέλη του 2019, τυπικά πλέον, η νέα κοινοπραξία θα είναι ΕΛΠΕ-Energean.
O ανταγωνισμός των δυο μεγάλων εγχώριων εταιρειών στην
ελληνική αγορά δεν έχει μείνει μόνο σε «καθαρά» οικονομικό πλαίσιο, καθώς το
2015 τα ΕΛΠΕ προχώρησαν σε δικαστικές ενέργειες εναντίον της Energean
για «παράνομες σεισμικές έρευνες» όπως τις χαρακτήριζε, τότε, στο Θρακικό
πέλαγος.[12]
Τι
σημαίνει αυτό, όμως, για την ίδια την παραχώρηση; Σημαίνει πως σε μια
εκμετάλλευση με πολύ μεγάλη τεχνική δυσκολία στα 2.800 μέτρα[13],
με υψηλό κίνδυνο ατυχήματος και όλες εν γένει τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές,
οικονομικές συνέπειες της εξορυκτικής δραστηριότητας δημιουργείται ένα νέο εταιρικό
πλαίσιο, το οποίο απειλεί να μετατρέψει τις θάλασσες της Ιθάκης και της
Κεφαλονιάς σε πεδίο διαπραγματεύσεων και ενδο-εταιρικής πάλης μεταξύ των
συγκεκριμένων εταιρειών. Μια τέτοια προοπτική, αναμφισβήτητα, πολλαπλασιάζει
τους λόγους για τους οποίους η κοινωνία χρειάζεται να πει ΟΧΙ στις εξορύξεις
υδρογονανθράκων.
Μιλώντας για το νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται με τις ανακατατάξεις στις παραχωρήσεις, αξίζει να σταθούμε και σε κάτι άλλο, δηλαδή στη δημόσια έκφραση ανησυχίας για το μέλλον των εξορύξεων από μια … αντίθετη σκοπιά. Τις μέρες που γίνονταν γνωστές οι λεπτομέρειες της επικείμενης -τότε- συμφωνίας Energean-Edison, ο κ. Γ. Μπασιάς, πρόεδρος της ΕΔΕΥ ΑΕ (Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων), έλεγε σε συνέντευξή του:
«…την ωριμότητα του κάθε ενδεχομένου κοιτάσματος θα πρέπει να την κοιτάξουμε σε επίπεδο υποχρεώσεων των εταιρειών οι οποίες έχουν κάνει προτάσεις και οι οποίες προτάσεις έχουν πλέον γίνει νόμοι. Τα δυο πιο ώριμα αυτή τη στιγμή είναι:
·
Το μπλοκ του Πατραϊκού κόλπου, όπου τα ΕΛΠΕ και
η Edison θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν την πρώτη γεώτρηση πριν το
τέλος του πρώτου τριμήνου του 2020, διότι αυτό προβλέπουν οι υποχρεώσεις που
έχουν αναλάβει και η έγκριση που έλαβαν από τη Βουλή.
·
Το Κατάκολο, το
οποίο δεν είναι πια ερευνητική γεώτρηση, αλλά παραγωγική. Η Energean έχει δεσμευτεί ότι θα προχωρήσει στην παραγωγή
αυτού του κοιτάσματος, το οποίο έχει επιβεβαιωθεί από παλιά.»14
Όπως
χαρακτηριστικά σημείωσε ο κ. Μπασιάς:
«είμαστε πια στη φάση που τα κλειδιά
είναι στα χέρια αυτών των δυο εταιρειών, οι οποίες δεν πρέπει να αργήσουν,
πρέπει να προχωρήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να προχωρήσουν και τα
πράγματα, διότι θα υπάρχει κακό
προηγούμενο αν υπάρχουν αργοπορίες.»[14]
Ο
χρόνος που δόθηκε η συνέντευξη -λίγες μέρες πριν την οριστικοποίηση της
συμφωνίας Energean-Edison- και η αναφορά στο
Δ. Πατραϊκό και στο Κατάκολο, μάλλον, υπονοεί πιθανή απόδοση ευθυνών προς την Energean,
παρά προς τα ΕΛΠΕ, τα οποία ήδη έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να
προχωρήσουν σε ερευνητική γεώτρηση το 2020 στο Δ. Πατραϊκό. Οι εταιρικοί
ανταγωνισμοί και η χρήση των παραχωρήσεων ως χρηματιστηριακό εργαλείο
δημιουργούν καθυστερήσεις στους συνολικούς σχεδιασμούς, που στηρίζουν οι
κρατικοί μηχανισμοί. Έτσι, καταρρέει και το αφήγημα της αξιοπιστίας των
εταιρειών και της «ανάπτυξης» που φέρνουν τα πλάνα τους.
Η
απάντηση-υπεράσπιση προς όφελος της Energean, ενάντια στην ΕΔΕΥ,
ήρθε λίγες μέρες αργότερα. Διαβάζουμε:
«Πρόσφατα η διοίκηση της κρατικής διαχειριστικής
αρχής των υδρογονανθράκων ΕΔΕΥ με δηλώσεις της έριξε το γάντι στις εταιρείες
που διαχειρίζονται τις παραχωρήσεις για έρευνα και εκμετάλλευση
υδρογονανθράκων, τονίζοντας ότι πρέπει να αποφευχθούν οι καθυστερήσεις.
Την ίδια στιγμή
βεβαίως, οι εταιρείες καλούνται να ξεπεράσουν τους ανυπέρβλητους σκόπελους της ελληνικής γραφειοκρατίας, που κάθε φορά
βρίσκει τρόπο να ξεπερνά τον εαυτό της.
Αυτό τουλάχιστον
δείχνει η περίπτωση της παραχώρησης για έρευνα και εκμετάλλευση στο Κατάκολο, το οποίο αναδεικνύεται σε
case study για τα προβλήματα γραφειοκρατίας που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές του
κλάδου στη χώρα μας.»[15]
Το
αφήγημα κατά το οποίο η γραφειοκρατία δεν αφήνει τις επενδύσεις να προχωρήσουν
είναι ένα τεράστιο ψέμα, το οποίο χρησιμοποιείται ως επίθεση στην ελάχιστη
εποπτεία που έχει απομείνει στο αδειοδοτικό μηχανισμό, απέναντι στην εταιρική
λεηλασία. Η πραγματικότητα είναι πως τα έργα προχωρούν χωρίς ουσιαστική
διαβούλευση και χωρίς περιβαλλοντική εποπτεία, με ΣΜΠΕ και ΜΠΕ κομμένες και
ραμμένες στα εταιρικά συμφέροντα.
Το Κατάκολο
Για
του λόγου το αληθές, ας δούμε το συγκεκριμένο παράδειγμα του Κατάκολου, όπου -δήθεν-
η γραφειοκρατία δεν αφήνει την Energean να φέρει την
ανάπτυξη στους ιθαγενείς. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να προχωρήσουν
οι έρευνες χωρίς αντιδράσεις, διαφόρων ειδών φερέφωνα υποσχέθηκαν -σε εκδηλώσεις,
ημερίδες, μέχρι και σε εκπομπές της ΕΡΤ- θέσεις εργασίας και πλούσια οικονομικά
οφέλη για την τοπική κοινωνία της Ηλείας. Τι στ’ αλήθεια απ’ όλα αυτά έγινε με
την ολοκλήρωση του σταδίου των ερευνών ή τι πρόκειται να γίνει, ενόψει της
πολυδιαφημισμένης έναρξης της εκμετάλλευσης;
Στην ετήσια αναφορά τον Απρίλη 2019, η εταιρεία αναφερόμενη στο Κατάκολο δηλώνει πως «H κυβέρνηση ήδη έχει παραχωρήσει άδεια εκμετάλλευσης για 25 έτη, αν και η Energean δεν έχει καμία δέσμευση στην περιοχή»[16]. Στις 15 Μάη 2019[17] η Εnergean ανακοίνωσε και πάλι πως, είτε θα πάρει την τελική επενδυτική απόφαση η ίδια, είτε θα αναζητήσει εταιρεία για συνεκμετάλλευση του κοιτάσματος. Στην ανακοίνωση της 4ης Ιούλη, για τη συμφωνία με την Edison, δεν αναφέρεται πουθενά πρόγραμμα ανάπτυξης για το Κατάκολο, όπως γίνεται για το νέο πρόγραμμα ανάπτυξης στον Πρίνο και στην Καβάλα, το 2020.[18] Αντίθετα, το Κατάκολο αναφέρεται, απλά, στις παραχωρήσεις «οικοπέδων» τις οποίες κατέχει η Energean, για την οποία έχει «άδεια εκμετάλλευσης για 25 έτη».
Είναι
εμφανές πως τα έργα στο Κατάκολο δεν έχουν προχωρήσει με επιλογή της εταιρείας,
η οποία ισχυρίζεται πως -ανεξάρτητα από το αν και πότε θα προχωρήσει στη φάση της
παραγωγής- η ίδια μπορεί να κατέχει εσαεί τη σύμβαση για 25 έτη, παρά τις
εκκλήσεις της ΕΔΕΥ να προχωρήσει άμεσα στην εκμετάλλευση. Έτσι, το Κατάκολο
μπορεί να συνεχίσει να φιγουράρει στο χαρτοφυλάκιο της Energean
στο χρηματιστήριο και να αποδίδει τα ανάλογα κέρδη, σαν τμήμα ενός πλασματικού,
στην ουσία, κύκλου εργασιών, με το μέλλον της περιοχής, για τις επόμενες
δεκαετίες, να εξαρτάται από το πως θα επηρεάσουν τα διεθνή χρηματιστήρια τις
αποφάσεις της Energean και από το αν θα καταλήξει στο χαρτοφυλάκιο
κάποιας άλλης εταιρείας, πάντα κάτω από τη μόνιμη απειλή των εξορύξεων. Αυτή
είναι, δυστυχώς, μια από τις συνέπειες της «οικοπεδοποίησης» του 1/3 της
επικράτειας της χώρας, με σκοπό την εξόρυξη υδρογονανθράκων: ο πλήρης ευτελισμός,
η υποβάθμιση και η αδιάντροπη χρήση των τοπικών κοινωνιών, από τους ενεργειακούς
κολοσσούς, σαν εργαλεία στα χρηματιστηριακά τους παιχνίδια.
Όπως
αναφέρθηκε και στην αρχή αυτού του κειμένου, στις 22/7/2019 ξεκίνησε η δημόσια
διαβούλευση για τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της α’ φάσης του προγράμματος ανάπτυξης στο Κατάκολο, η οποία θα διαρκέσει
ως τις 20/9/2019. Με τα στοιχεία που παρατέθηκαν θέλουμε να συμβάλλουμε σε μια συνολικότερη,
κριτική αξιολόγηση των συνεπειών της συγκεκριμένης δραστηριότητας και στη
δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την οριστική ακύρωση των σχεδίων
εξόρυξης στην περιοχή του Κατάκολου και σε όλες τις άλλες χερσαίες και
θαλάσσιες παραχωρήσεις.
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΘΗΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ
ΕΞΟΡΥΞΕΙΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ
ath-stop-mining.blogspot.com - ath.stop.mining@gmail.com
f/b:
Πρωτοβουλία Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων
[1]
Δ. Πατραϊκός: ΕΛΠΕ (50%)-Edison
(50%), οικόπεδο 2 (Κέρκυρα): Total (50%)-Edison(25%)-ΕΛΠΕ(25%)
[3]
100 εκ. δολάρια θα αποδοθούν μετά την έναρξη της παραγωγής στο κοίτασμα
Κασσιόπεια στην Ιταλία το 2022